- ουρόμετρο
- το(βιοχ.) αραιόμετρο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τού ειδικού βάρους τών ούρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ουρομετρία — η (βιοχ.) προσδιορισμός τής πυκνότητας τών ούρων με το ουρόμετρο … Dictionary of Greek